Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ





Σε μια προσπάθεια αναζήτησης κειμένων στα πλαίσια του μαθήματος της Φιλοσοφίας στη Β΄τάξη ,ξαναδιάβασα  την  πολύ καλή ποιητική συλλογή της Κατερίνας Ηλιοπούλου « ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΧΩΜΑΤΟΣ» .

Βρήκα πολλές αναλογίες με τον προβληματισμό του Σκεπτικισμού.


 ( Θα΄ταν μια ενδιαφέρουσα  εργασία για τους μαθητές, έστω  και μόνο στο  επίπεδο της διερεύνησης  του φιλοσοφικού ρεύματος  με το οποίο «διαλέγεται»  η ποιήτρια).

 Ο  κόσμος για την ποιήτρια ανολοκλήρωτος, ανοιχτός · η πραγματικότητα αφημένη στην εσωτερική μας όραση, μόνο αναπάντητα ερωτήματα  δημιουργεί.

Τι είναι πραγματικό, τι επινοημένο;  Γιατί οι άνθρωποι δεν αισθάνονται  ποτέ επαρκείς μέσα σε ό, τι νιώθουν ή ζουν;

Αυτά τα ερωτήματα , νομίζω, πως αγγίζει η Κατερίνα Ηλιοπούλου σ΄αυτή την ποιητική της συλλογή

Ξεχώρισα κάποια αποσπάσματα και μια ποιητική «παραβολή»:

 

Ήταν ένα χωριό χωμένο στην κοιλιά των λόφων, που ποθούσε παράφορα τη θάλασσα. Και καθώς ήταν αδύνατο ποτέ να τη φτάσει, πάγωνε γύρω από ένα κέντρο κενό χωρίς ελπίδα. Οι άνθρωποι όμως που ζούσαν εκεί τόσο βυθίζονταν με πείσμα μες στη λάσπη του, αρπάζονταν από τις πέτρες και τα δέντρα του. Βαθιά μες στην ψυχή τους έκαιγε ο καημός του σαν να μη ζούσαν κάθε μέρα στον τόπο τους σαν να 'ταν ο τόπος τους αλλού και να τους έλειπε. Με τίποτα δεν τον χόρταιναν. Τα χόρτα του ήταν βότανα. Με αυτά μονάχα γιάτρευαν τις πληγές τους. Χτίζανε σπίτια και δουλεύανε τη γη όργωναν και μάζευαν τον καρπό με φόβο με απληστία πως αύριο μεθαύριο θα 'χει σαλπάρει αφήνοντας τους κατάμονους κάτω από το απει­λητικό μάτι του βουνού χωρίς εστία και όλο πάσχιζαν να τον δέσουνε με όρια σπάζαν την πέτρα και έφτιαχναν μάντρες περίτεχνες και έχτιζαν το ένα σπίτι στον τοίχο του άλλου καθόντουσαν κοντά κοντά και ανάβανε μια κόκκινη μοχθηρή φωτιά και κάθε βράδυ ακούγανε τα τριξίματα και τους κρότους που ξεριζώνανε τον τόπο στην απέραντη προσπάθεια που έκανε να μετακινηθεί.
Κανένας δεν μιλούσε για το μυστικό αυτό που έκανε τα πηγάδια του χωριού να μην έχουνε στάσιμα νερά παρά συνεχώς να αναταράσσονται. Κι έτσι μεθούσαν πίνανε άλλος μόνος κι άλλοι με παρέα πίνανε και γλεντού­σαν κι αγκαλιάζονταν σφιχτά και άλλοτε χορεύανε σε κύκλο κανένας μην ξεφύγει κι άλλοτε μαχαιρώνονταν και έβριζε ο ένας τον άλλο αλλά όλα αυτά εξαιτίας που είχανε το μαράζι ενός τόπου που δεν τους ήθελε.



Μπορεί κανείς να περπατήσει



Το περπάτημα σε φέρνει κοντά σε μικρά πράγματα .
Μερικά μπορείς να τα ανοίξεις να τα σπάσεις 
Να τα ξεριζώσεις
Να δοκιμάσεις την αναπνοή σον μέσα στην αδρανή τους σάρκα
Άλλα είναι πιο δυσπρόσιτα
Μόνο το βλέμμα μπορεί να τα πλησιάσει
Αλλά το βλέμμα
Δεν αρκεί

Κλαδιά και φύλλα, αυλάκια γεμάτα νερό και βατράχια
Πέφτουν από τα μάτια μου
Σε κάθε βήμα το χώμα με πίνει διψασμένο
Ο τόπος γίνεται
Ένα κουτάλι που θέλει να με αδειάσει κάπου αλλού


Μάθημα III


Η νύχτα ήταν πάντα απέξω
Ποτέ δεν μ'άφηναν να μπω μέσα στη νύχτα
Νόμιζα πως ήταν άλλος τόπος
Που θα 'πρεπε να ταξιδέψεις πολύ για να τον βρεις
Μέχρι που κατάλαβα πως δεν υπάρχει.
Το σκοτάδι είναι διάτρητο παντού το λερώνουν
Τα φώτα και οι όγκοι το ψηλαφίζουν
Σπρώχνονται μέσα του να το καταλάβουν να το μαγαρίσουν
Έτσι μου έμεινε ανεκπλήρωτη αυτή
Η επιθυμία για το σκοτάδι το καθαρό το αδιάσπαστο





ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1.                   Η Κατερίνα Ηλιοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1967..  Είναι απόφοιτος του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, τμήμα Χημείας και της Σχολής Καλών Τεχνών του Metropolitan University στο Λονδίνο. Έχει εκδώσει τα βιβλία ποίησης Ο κύριος Ταυ, εκδ. Μελάνι 2007 (βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του λογοτεχνικού περιοδικού Διαβάζω), Άσυλο, εκδόσεις Μελάνι, 2008 και Το βιβλίο του χώματος, εκδόσεις Μελάνι 2011. Έχει επιμεληθεί και μεταφράσει στα ελληνικά μια ανθολογία με ποίηση της Sylvia Plath (Σύλβια Πλαθ Ποιήματα εκδ. Κέδρος, 2003) καθώς και ποίηση της Mina Loy, του Ted Hughes, του Robert Hass, (περιοδικό Ποίηση, Ποιητική και poema.gr). Συνεπιμελείται τον δικτυακό τόπο για τη σύγχρονη ελληνική ποίηση greekpoetrynow.com και είναι μέλος της ερευνητικής ποιητικής ομάδας poetry now.


2.                 ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ:   Φιλοσοφική τάση που καλλιεργεί την αμφιβολία για το κύρος της γνώσης. Οι σκεπτικιστές πιστεύουν πως τα όρια και οι δυνατότητες γνώσης είναι  περιορισμένα. Οι αισθήσεις μας συχνά μας εξαπατούν, όπως, για παράδειγμα, όταν ένα  αντικείμενο μάς φαίνεται διαφορετικό από απόσταση ή κάτω από ορισμένες συνθήκες φωτισμού.Σύμφωνα με τον Χιουμ δεν υπάρχουν γνώσεις που πηγάζουν από τη νόηση αλλά μόνο γνώσεις  που προσλαμβάνονται από την εμπειρία και την παρατήρηση. Η γνώση μας προέρχεται αποκλειστικά από τις αισθήσεις μας. Αυτό που ονομάζουμε γνώση είναι προϊόν του συνειρμού των εντυπώσεών μας από τον εξωτερικό κόσμο (π.χ. ο ήλιος που ανατέλλει κάθε μέρα)

                  






























Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

Αντιθέσεις και διλήμματα στην ποίηση του Σολωμού









Ερωτήματα : 






Κατά πόσο ο Σολωμός είναι περισσότερο ευρωπαίος ή εθνικός ποιητής, λυρικός ή αφηγηματικός, κατά πόσο κινείται στη σφαίρα του ιδεατού και του υψηλού και ως ποιο βαθμό είναι ριζωμένος στην ιστορική πραγματικότητα της εποχής του;

  Τι σημαίνει σήμερα οικουμενικός ποιητής;  

Ορίζεται ως το αντίθετο του εθνικού, οπότε η οικουμενικοποίηση του Σολωμού συνεπάγεται την απεθνικοποίησή του ή το οικουμενικό συνδέεται με κάτι το ρομαντικό, ουτοπικό και ιδεατό που πάλι αντιπαρατίθεται σε μια εθνική πραγματικότητα μίζερη και παρακμιακή;  

Εθνικός και λυρικός ποιητής είναι εν τέλει ιδιότητες ή χαρακτηρισμοί συμβατοί; 

Είναι γνωστό ότι η έννοια του εθνικού ποιητή ανέκυψε μαζί με τον εθνικισμό στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, επιβεβαιώνοντας τον στενό δεσμό αυτή την περίοδο ανάμεσα στη λογοτεχνία και στην επιθυμία για εθνική χειραφέτηση ή ενοποίηση. Την ίδια εποχή ο ευρωπαϊκός ρομαντισμός καλλιέργησε όχι μόνο την ιδέα της καθολικής ελευθερίας, μέσω ορισμένων ποιητών-ηρώων στη Δυτική Ευρώπη που προσπαθούσαν να αποδεσμευθούν από εγκόσμιους κοινωνικούς περιορισμούς τονίζοντας την ατομικότητά τους, αλλά και την ιδέα της εθνικής ελευθερίας, ιδιαίτερα στην Ανατολική, Κεντρική και Νότια Ευρώπη, προωθώντας την εικόνα του ποιητή ως εθνικού ηγέτη. Όπου ο ρομαντισμός έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στην απελευθέρωση της ανθρώπινης φύσης και στην επιστροφή της σε μια πιο αθώα και ιδανική κατάσταση, τότε το ατομικό και το καθολικό απέκτησαν προτεραιότητα και η σύνδεση έγινε κυρίως με την ανθρωπότητα παρά με το έθνος. Εκεί όπου ο ρομαντισμός ήταν περισσότερο συναρτημένος με εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες, όπως στην Ανατολική ή στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, η ιδέα του εθνικού ποιητή εδραιώθηκε. Ο Σολωμός φαίνεται να αξιοποίησε και τις δύο τάσεις, προωθώντας την ιδέα της ελευθερίας με τις καθολικές και τις ανθρώπινες συνδηλώσεις της αλλά και με τις εθνικές διαστάσεις της. Αυτή η διπλή συμμετοχή, νομίζω, καθόρισε την εικόνα του ως εθνικού ποιητή, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίστηκε από τους κριτικούς και το κοινό. 

Σύγκρουση καλού και κακού 

Αν και σημαντικό μέρος της ποίησης του Σολωμού στρέφεται γύρω από το πρόβλημα της ελευθερίας και τη σύγκρουση του καλού με το κακό, δημιουργεί ωστόσο την αίσθηση ότι ο ποιητής προσπαθεί να συμφιλιώσει αντίθετες ροπές. Η ποίησή του άλλωστε έχει ιδωθεί ως ο χώρος όπου διαφορετικές πολιτισμικές επιδράσεις, γλώσσες και λογοτεχνικές τάσεις συγκλίνουν, παράγοντας ένα ενδιαφέρον, πρωτότυπο και σύνθετο είδος γραφής. Ο Παλαμάς, για παράδειγμα, υποστήριξε ότι ο Σολωμός συνδύασε «τη γερμανική του νοήματος βαθυσυγνεφιά προς την ελληνική φωτεινότητα της μορφής», τον ξέσκεπο, εκφραστικό και ρητορικό λυρισμό με τον υπονοητικό και συμβολικό, το αίσθημα με τη διάνοια. Είναι γεγονός ότι ο Σολωμός πέτυχε να συνδυάσει τρόπους και είδη γραφής, αλλά πόσο συνεπείς μεταξύ τους είναι μερικοί χαρακτηρισμοί του από την κριτική και ιδιαίτερα η συνδυαστική θεώρησή του ως εθνικού και λυρικού ποιητή; 


Το καλύτερο παράδειγμα αυτής της έντασης ανάμεσα στο εθνικό και στο ατομικό, στο αφηγηματικό και στο λυρικό αποτελεί «Ο Κρητικός».

 
  Μια αφηγηματική σύλληψη του ποιήματος πριμοδοτεί τον γραμμικό και ιστορικό χρόνο, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στα γεγονότα στην Κρήτη και υπογραμμίζοντας το ιστορικό παρελθόν του Κρητικού. Από την άλλη πλευρά, η λυρική υφή του ποιήματος συγχέει την ιστορική γραμμή και προβάλλει τη διαταραγμένη συναισθηματική και διανοητική κατάσταση του πρωταγωνιστή. 

Το αίτημα για αφηγηματικότητα, βασισμένο στην αιτιότητα και στην ανασυγκρότηση της βιογραφίας του Κρητικού, παράγει μια ρεαλιστική, ιστορική και τελικά εθνική ανάγνωση του ποιήματος που αναδεικνύει τον αγώνα στην Κρήτη εναντίον των Τούρκων και την επακόλουθη δοκιμασία των προσφύγων σε σύγκριση με τη λυρική θεώρηση του ποιήματος που δεν επιμένει στην αποκατάσταση της ιστορικής ακολουθίας των γεγονότων αλλά στη συναισθηματική και ψυχολογική ανταπόκριση. 

   Το ποίημα ως αφήγημα λειτουργεί και ως αναπαράσταση της πρόσφατης ιστορίας και ως αλληγορία για την κρητική λογοτεχνική παράδοση και την επιδέξια οικειοποίησή της ή μεταλαμπάδευσή της. Μια τέτοια προσέγγιση του «Κρητικού» τον καθιστά εθνικό αφήγημα, αν όμως αντιμετωπιστεί ως λυρικό ποίημα αποβαίνει η άχρονη ιστορία μιας βασανισμένης ψυχής

Στην πρώτη περίπτωση, τα γεγονότα και η εξωτερική πραγματικότητα κατέχουν το προσκήνιο, στη δεύτερη η προτεραιότητα ανήκει στον εσωτερικό κόσμο του πρωταγωνιστή, στον ασυνάρτητο λόγο του και στην απομάκρυνσή του από την (λογοτεχνική) ιστορία. 

Λυρική υποκειμενικότητα 

Κρίνοντας από την περίπτωση του «Κρητικού» θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η αφηγηματική προσέγγιση του ποιήματος αντιπροσωπεύει το ιστορικό παρελθόν, σηματοδοτώντας μια καθοδική πορεία προς τις εθνικές ρίζες και τις πηγές της λογοτεχνικής παράδοσης, ενώ η λυρική προσέγγιση αντιπροσωπεύει το άχρονο παρόν και τη διάσπαση του υποκειμένου προτείνοντας μια ανοδική κίνηση με τη μορφή της οραματικής εξομολόγησης. Αντιπροσωπεύοντας μια ρήξη με την ιστορία, το λυρικό ταυτίζεται περισσότερο με τη νεωτερικότητα παρά με την ιστορική συνέχεια. Ως εκ τούτου, ένας λυρικός Σολωμός πιο εύκολα μπορεί να γίνει το σύμβολο της νεωτερικότητας, ενώ ένας αναπαραστατικός και αφηγηματικός Σολωμός φαίνεται να ενσαρκώνει την εθνική ιστορία και τη λογοτεχνική παράδοση. Στην περίπτωση του Σολωμού η έννοια του εθνικού ποιητή ιστορικοποιεί το λυρικό, συνδέοντάς το με τα συμφραζόμενα και εισβάλλοντας στην αυτόνομη φωνή και στη λυρική υποκειμενικότητα. 

Ο Σολωμός  ήταν διχασμένος: 

  •  ανάμεσα στο λυρικό και στο αφηγηματικό,
  •  στο οικουμενικό και στο εθνικό, 
  • στο ατομικό και στο καθολικό,
  •  στο ιδανικό και στο πραγματικό,
  •  στην πάλη με τη γλώσσα και στην αναπαράσταση της ιστορίας. 

Το ερώτημα όμως που ανακύπτει είναι ως ποιο βαθμό αναζητώντας την αφηγηματική συνοχή στην ποίηση του Σολωμού κανείς θέτει την έμφαση στην εθνική, στην ιστορική, στη συλλογική και στη ρεαλιστική πλευρά της ποίησής του, ενώ εστιάζοντας στη λυρική ή και στην αποσπασματική του θεώρηση προβάλλονται οι οικουμενικές, αυτοαναφορικές, ατομικές και μεταφυσικές πτυχές της ποίησής του; 

Μπορεί κανείς να διεκδικήσει με αξιώσεις τον τίτλο του εθνικού ποιητή δίχως κάποια στοιχειώδη αφηγηματικότητα ή την υποβολή ενός μείζονος εθνικού αφηγήματος; Νομίζω, δηλαδή, ότι η αντιμετώπιση του Σολωμού ως κατ' εξοχήν αφηγηματικού (εθνικό) ή λυρικού ποιητή έχει ευρύτερη σημασία, όπως και το ζήτημα του κατά πόσο οι δύο χαρακτηρισμοί συνάδουν.
Θα μπορούσε βέβαια να ισχυριστεί κανείς ότι ο χαρακτηρισμός του Σολωμού ως λυρικού ποιητή λειτουργεί ως το συνολικό αισθητικό παραπλήρωμα της έννοιας της εθνικής ποίησης. Αυτός ο συνδυασμός ωστόσο απαιτεί κάποια εξήγηση. Το λυρικό θεωρείται καθαρά υποκειμενική μορφή και χαρακτηρίζεται από «την απόκρυψη του κοινού από την ποιητή», με άλλα λόγια συνεπάγεται τον αποκλεισμό της κοινότητας. Επίσης προωθεί την ιδέα της αυτοτελούς υποκειμενικότητας και της μονολογικής αυτονομίας. Αντίθετα, η αφηγηματική και κατ' επέκταση η εθνική ποίηση καλλιεργεί και δημιουργεί ένα δια-υποκειμενικό χώρο όντας περισσότερο ανοιχτή παρά κλειστή μορφή. Επιγραμματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα αφηγηματικά ποιήματα εξιστορούν ένα γεγονός, ενώ τα λυρικά επιδιώκουν να είναι αυτά καθαυτά ένα γεγονός. Εφαρμόζοντας εδώ ένα διαχωρισμό που χρησιμοποιήθηκε για τη διάκριση της επικής από τη λυρική ποίηση, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η διαφορά της λυρικής ποίησης από την εθνική είναι παρόμοια με αυτήν ανάμεσα στην προσευχή και στο κήρυγμα. 

Η σχέση με τον ρομαντισμό 

Παραδοσιακά, η ρομαντική λογοτεχνία έχει εξισωθεί με τη λυρική συνείδηση. Στην περίπτωση του Σολωμού αυτή η εξίσωση δεν έχει πλήρως υποστηριχθεί είτε από την κριτική του πρόσληψη ως «γενάρχη του νεοελληνικού λυρισμού» είτε από την έννοια της εθνικής ποίησης. Ο εθνικός ποιητής προϋποθέτει και απευθύνεται σε μια κοινότητα ή ένα έθνος αναγνωστών, ο λυρικός ποιητής συνήθως προσποιείται ότι μιλά στον εαυτό του στρέφοντας την πλάτη του στους ακροατές του. Θεωρητικά, η εθνική ποίηση τείνει να είναι πιο αφηγηματική και κοινωνική, ενώ η λυρική ποίηση πιο υποκειμενική, αυθόρμητη και αντικοινωνική. Ως εκ τούτου, οι δύο τύποι ποίησης φαίνονται ασυμβίβαστοι μεταξύ τους, προκαλώντας μια εύθραυστη συγκατοίκηση του εθνικού με το λυρικό, η οποία εγείρει το ερώτημα αν στο κριτικό επίπεδο ένας πειστικός και προσφυής συνδυασμός μπορεί να επιτευχθεί, ανάλογος με αυτόν που πέτυχε ο Σολωμός στην ποίησή του. Ως ποιο βαθμό μπορούμε να μιλήσουμε για τη λυρικοποίηση του εθνικού ή για την εθνικοποίηση του λυρικού;
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η ατομικότητα που συνδυάζεται με τη λυρική ποίηση μπορεί να ανιχνευθεί στα συμπληρώματα που συνοδεύουν την εικόνα του Σολωμού ως εθνικού ποιητή. Ο λυρικός Σολωμός προσαρμόστηκε ή υποτάχθηκε στον εθνικό Σολωμό, ώστε να τονιστεί η εικόνα του ως χαρισματικού και εξαιρετικού ατόμου. Με αυτό τον τρόπο η κριτική εισήγαγε και ενίσχυσε την προσωπικότητά του, την «αποσβεσμένη» από την ποίησή του κατά την έκφραση του Πολυλά, καθιστώντας δυνατή τη διπλή του θεώρηση ως λυρικού, υποκειμενικού ποιητή και εθνικού ταυτόχρονα. Το λυρικό ταυτίστηκε με το ιδεατό, το υψηλό και το ηθικό, ενώ το εθνικό με το πραγματικό και το ιστορικό. 


( Δημήτρης Τζιόβας ,  καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Βρετανίας)


Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ





 
ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ,   κληροδοτήματα και ιστορικές παρακαταθήκες







ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΠΟΥ ΤΗΝ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΑΝ

Οι ιστορικές και πολιτικές συνθήκες  άφηναν πάντα τα σημάδια τους στο τρόπο που σκέφτονταν οι άνθρωποι, στον τρόπο που εκφράζονταν μέσα από την τέχνη .Το τέλος του 19ου αιώνα και οι αρχές του 20ου ήταν απ’ τους χρόνους που η Ελλάδα άλλαζε πορεία αναγκαστικά και ταχύτατα.  Η εθνική ήττα του 1897 με τη συρρίκνωση των συνόρων και η δεινή οικονομική πραγματικότητα που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επανιεράρχηση των εθνικών αξιών, αλλά και στην προσπάθεια τής εκ νέου νοηματοδότησής τους.
Απ΄την άλλη πλευρά το ρόλο τους έπαιξαν και οι θετικές εξελίξεις στην πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική πραγματικότητα της Ελλάδας · οι νέες προσαρτήσεις εδαφών, η πλήρης αναδιάρθρωση των δημοσιονομικών και η δυναμική Βενιζελική πολιτική θα χαρίσουν στη χώρα , έως την καταστροφή του ΄22, την αναζωογονητική πνοή που χρειαζόταν. Ταυτόχρονα η πληθυσμιακή αύξηση που σημειώνεται σε Αθήνα και Πειραιά, καθιστά τις δύο πόλεις σε σημαντικά αστικά και πολιτιστικά κέντρα.
          Η πολιτιστική παραγωγή  παρακολουθεί τις εξελίξεις :  Εκδίδονται ποικίλα λογοτεχνικά έντυπα  και καθιερώνονται ανάλογοι διαγωνισμοί ενώ ο δημοτικιστής Ψυχάρης ανακινεί εκ νέου το γλωσσικό ζήτημα με «το Ταξίδι μου» το 1888. Η πνευματική αυτή κινητικότητα που αναδιαμόρφωσε ριζικά τη νεοελληνική λογοτεχνία στις δύσκολες αλλά και στις ελπιδοφόρες στιγμές του τόπου, οφείλεται στη λεγόμενη Γενιά του 1880 και στους επιγόνους της.
     Ας μην ξεχνάμε όμως πως τα τέλη του 19ου αιώνα βρίσκουν την Ευρώπη να κοιτά την κοινωνία, τις επιστήμες αλλά και την τέχνη με το βλέμμα του θετικισμού. Αυτή η πραγματικότητα συνυφαίνεται απόλυτα με τη διατύπωση  της δαρβινικής θεωρίας σύμφωνα με την οποία κάθε θάνατος είναι η αρχή της γέννησης ενός νέου εξελιγμένου και πιο ισχυρού είδους που έρχεται να αντικαταστήσει το παλιό , το αδύναμο και το σαθρό. Έχοντας ήδη εγκαταλείψει το ρομαντισμό, οι εκπρόσωποί της  καλλιτεχνικής δημιουργίας ενστερνίζονται τη ρεαλιστική τάση που απέρρεε από τον Ευρωπαϊκό θετικισμό και προσλαμβάνουν στα έργα τους την ακραία έκφανσή της , το νατουραλισμό
            Ο ρεαλισμός και ο νατουραλισμός στην ελληνική πεζογραφία θα ταυτιστεί άμεσα με την ηθογραφία, μια νέα τάση που όμως έχει τις ρίζες της – σημασιολογικά - πολύ παλιά

Αναζητώντας  την καταγωγή της ηθογραφίας

Τον όρο «ηθογράφος» τον χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης για να χαρακτηρί­σει τον ζωγράφο Πολύγνωτο, ο οποίος απεικόνιζε το «ήθος», δηλ. τον χαρακτή­ρα, των προσώπων στις προσωπογραφίες του.  Στη λογοτεχνία ο όρος «ηθογραφία» χρησιμοποιήθηκε με διάφορους τρό­πους. Όταν το 1840 ο Γρηγόριος Παλαιολόγος αποκαλεί τον «Πολύπαθη «του «ηθογραφικόν μυθιστόρημα», εννοεί ένα μυθιστόρημα που απεικονίζει με σατιρι­κό πνεύμα τα ήθη και τα έθιμα αστικών και μακρινών ως επί το πλείστον κοινωνιών.
 Όταν στη δεκαετία του 1880 ο όρος «ηθογραφία» παρουσιάζει αυξημένη χρήση, εμφανίζεται συνήθως ως υπότιτλος σε διηγήματα, λειτουργούσε ως ετικέτα στην αρχή ενός κειμένου, ειδοποιώντας τον αναγνώστη για το είδος του κειμένου που θα διάβαζε.
 Ασχολείται:
α) όχι με μεμονωμένα άτομα αλλά με αντιπροσωπευτικούς τύπους, δηλαδή τυπικά παραδείγματα που φέρουν όλα δήθεν τα χαρακτηριστικά κάποιας ομάδας κοινωνικής, γεωγραφικής, επαγγελμα­τικής, κλπ
β) ασχολείται περισσότερο με την αφήγηση των πράξεων και των λόγων των προσώπων παρά με την παρακολούθηση της εσωτερικής τους ζωής (και γι' αυτό την αντιδιαστέλλουν συχνά από την «ψυχογραφία»).
Ο όρος «ηθογραφία» όμως καθιερώθηκε να χρησιμοποιείται  για να χαρακτηρίσουμε μία ορισμένη τάση της νεοελ­ληνικής πεζογραφίας, η οποία ξεκινά στις αρχές της δεκαετίας του 1880 και συνεχίζεται ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Η ηθογραφία εμφανίζεται ως αντίδραση στη -μέτρια έτσι κι αλλιώς-πεζογραφία του ρομαντι­σμού, που ήδη πριν από το 1880 βρίσκεται σε πα­ρακμή. Στην ουσία, η ηθογραφία συνιστά την ελ­ληνική εκδοχή του ρεαλισμού και ως ένα βαθμό του νατουραλισμού , όπως αντιλαμ­βάνονταν αυτά τα ευρωπαϊκά κινήματα οι πνευμα­τικοί άνθρωποι της εποχής στην Ελλάδα, που από οικονομικής και κοινωνικής πλευράς ήταν μία χώ­ρα με τεράστιες διαφορές από τα κράτη της δυτι­κής Ευρώπης. Πάντως,  το βέβαιο είναι πως τα ηθογραφικά κείμενα δείχνουν να έχουν επηρεαστεί τόσο από το θετικι­στικό πνεύμα της εποχής όσο και από την επιστή­μη της λαογραφίας, που χάρη στον Νικόλαο Πο­λίτη έχει ήδη αρχίσει να αναπτύσσεται στην Ελλά­δα από το 1870. Ο Νικόλαος Πολίτης επηρέασε σαφώς  τους λογοτεχνικούς κύκλους με τα λαογραφικά του ενδιαφέροντα ,ώστε να στραφεί το ελληνικό  διήγημα προς τη ζωή στην ύπαιθρο( πολλοί αποδίδουν και το περιεχόμενο της προκήρυξης του διαγωνισμού της Εστίας σ΄ αυτόν)

Η ηθογραφία ωστόσο σε όλες τις εκφάνσεις και εκδοχές της  δεν αποτελεί ελληνική εφεύρεση, αφού ανά­λογες τάσεις εκδηλώνονται στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες: στη Γαλλία με τον Balzac, στην Αγγλία με την George Eliot και τον Thomas Hardy, στη Γερμανία —όπου υπάρχει και αντίστοιχος προς το αγροτικό διήγημα όρος (Dorfgeschichte = χωριάτικη ιστορία)— με τον Auerbach, στην Ιταλία με οVerga και Capuana.
Στην Ελλάδα το έργο που προετοιμάζει και ταυτόχρονα προαναγγέλλει την έλευση της ηθογραφίας είναι ο Λουκής Λάρας (1879) του Δημήτριου Βικέλα. Το μυθιστόρημα του Βικέλα διαθέτει αυτά τα βασικά στοιχεία τα οποία ορίζουν μιαν εθνική λογοτεχνία. Έχει ελληνικό μύθο με ζωντανή και παραστατική διατύπωση, ελληνική ατμόσφαιρα, επιμελημένο ύφος, πλοκής και μελετημένη επιλογή λέξεων.

 Ωστόσο,  καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του ηθογραφικού διηγήματος έπαιξε το πε­ριοδικό Εστία, που το 1883 προκήρυξε  « διαγωνι­σμό για τη συγγραφή διηγήματος με θέμα ελλη­νικό». Για πολλούς ο όρος «ηθογραφία» έχει συνδεθεί άμεσα με αυτό τον διαγωνισμό:
 Στην προκήρυξη, η οποία πιθανώς συντάχθηκε από τον εισηγητή της επιστήμης της Λαογραφίας στην Ελλάδα Ν. Πολίτη, βασική προϋπόθεση για τα υποψήφια έργα ήταν η εξής: «Ἡ ὑπόθεσις τοῡ διηγήματος ἔσται ἑλληνική, τουτέστι θα συνίσταται εἰς περιγραφήν σκηνῶν τοῡ βίου τοῡ ἑλληνικού λαοῡ.»
Ο  διαγωνισμός αυτός προσελκύει αρκετούς νέους πεζογράφους που θέλουν να δοκιμάσουν την τύχη τους, ενώ κινητοποιεί και τα υπόλοιπα περιοδικά και τις εφημερίδες της εποχής. Ξαφνι­κά, όλοι αρχίζουν να ζητούν διηγήματα για δημο­σίευση και μέσα στα υπόλοιπα χρόνια της δεκαε­τίας του 1880 κάνουν την εμφάνιση τους όλοι σχε­δόν οι σημαντικοί εκπρόσωποι της ελληνικής ηθο­γραφίας: ο Γεώργιος Βιζυηνός (θεωρείται ο εισηγητής του ηθογραφικού διηγήματος), καθώς και οι Γεώργιος Δροσίνης, Μιχαήλ Μητσάκης, Αλέξαν­δρος Παπαδιαμάντης, Χρήστος Χρηστοβασίλης, Γρηγόριος Ξενόπουλος, Ανδρέας Καρκαβίτσας, Αργύρης Εφταλιώτης, Ιωάννης Κονδυλάκης, Γιάν­νης Βλαχογιάννης, Κ. Κρυστάλλης κ.ά.

Η πολυθρύλητη προκήρυξη του διαγωνισμού της Εστίας έλεγε:

Διαγώνισμα της Εστίας προς συγγραφήν ελληνικοῡ διηγήματος: Ἐν τη νεαρά ἡμῶ φιλολογία τό ἡκιστα μέχρι τοῡδε καλλιεργηθέν είδος εστίν αναντιρρήτως τό διήγη­μα. Πλην της συλλογής τῶν διηγημάτων του κ. Α.Ρ. Ραγκαβή, τῶν ἒργων του κ. Στ. Ξένου καί  Κ. Ράμφου, καί ὀλιγίστων ἄλλων τῶν καθ' ημᾶς διακεκριμένων συγγραφέων, οὐδεμίαν ἒχομεν νά παρουσιάσωμεν ἑλληνικήν ἐργασίαν ἐν τω εἲδει τούτῳ ὅπερ πλουσιότατα αντιπροσωπεύεται ἐν ταῑς γραμματολογίαις τῶν ἐπί­λοιπων εὐρωπαϊκών ἐθνῶν, προσφορώτατον θεωρούμενον εἰς ἀναπαράστασιν σκηνῶν τῆς ιστορίας ἤ τοῡ κοι­νωνικοῡ βίου ἑνός λαοῡ, ἤ εἰς ψυχολογικήν περιγραφήν χαρακτήρων. Έν τούτοις ὁμολογούμενον εἶναι ὃτι τό εἶδος τοῡτο τῆς φιλολογίας δύναται νά ἀσκήσῃ μεγάλην ἠθικήν ἐπίδρασιν, ὑποθέσεις ἐθνικάς πραγμαευόμενον, ἐπί τοῡ ἐθνικοῡ χαρακτήρος και τῆς διαπλάσεως ἐν γένει τῶν ἠθῶν. Διότι σκηναί  εἴτε της ιστορίας εἴτε του κοινωνικοῡ βίου διαπλασσόμεναι  καταλλήλως ἐν τῇ ἀφηγήσει, κινοῡσι πλειότερον τά αἰσθήματα του αναγνώστου  καί μόνον τέρπουσιν  καί λεληθότως διδάσκουσιν, αλλά ἐξεγείρουσιν ἐν αὐτῷ τό αἴσθημα  τῆς πρός τά πάτρια αγάπης. Ό ελληνικός δέ λαός, εἴπερ καί ἂλλος τις, ἔχει εὐγενή ἢθη, ἔθιμα ποικίλα καί παραδόσεις ἐφ' ὃλων τῶν περιστάσεων τοῡ ἱστορικού  του  βίου ·  ἡ δέ ελληνική ἱστορία, ἀρχαία καί μέση και νέα γέμει σκη­νῶν  δυναμένων νά παράσχωσιν  ὑποθέσεις εἰς σύνταξιν καλλίστων διηγημάτων καί μυθιστορημάτων.
Έν τούτοις, ὡς εἴπομεν, ὀλίγιστα εἶναι τά τοιαύτα ἑλληνικά ἓργα, ὀλίγιστοι δέ καί οἱ περί τοιαύτας  εργα­σίας νῡν ἀσχολούμενοι. Τήν ἔλλειψιν δέ ταύτην συνησθάνθη μάλιστα ἡ Ἐστία αναγκαζόμενη τούτου ἓνεκα νά παρέχη τοῑς ἀναγνώσταις αὒτης μεταφράσεις τῶν εὐδοκιμωτέρων τοιούτων ἔργων ξένων συγγραφέων.
Εἰς τῆς τοιαύτης δ' ἐλλείψεως τήν πλήρωσιν ἐπιθυμοῡσα  νά συντέλεσῃ , κατά  τά ένόντα,  ἡ Διεύθυνσις τῆς ' Εστίας, ἀπεφάσισεν ὃσον οἱ πόροι τῆς ἐπιτρέπουσι, νά προβεῑ αὐτή ἀθλοθέτις ἀγῶνος, περιοδικῶς καθ' ἐξαμηνίαν γινομένου, πρός συγγραφήν τοιούτου ἒργου, προβάλλουσα τοῡτον οἰονεί κέντρον πρός παρότρυνσιν τῶν δυναμένων εἴτε διάθεσιν ἐχόντων ν' ἀσχοληθῶσιν εἰς τοιαύτην φιλολογικήν ἐργασίαν. Καί δή ἀποτεινομένη πρός πάντας τούς Ἓλληνας λογίους, προκηρύσσει διαγώνισμα πρός συγγραφήν πρωτοτύπου διηγήματος ἐπί τοῑς ἑπομένοις ὃροις:
 Ἡ ὑπόθεσις τοῡ διηγήματος ἒσται ἑλληνική, τουτέστι θά συνίσταται εἰς τήν περιγραφήν σκηνῶν τοῡ βίου τοῡ ελληνικοῡ λαοῡ  ἐν οἱαδήποτε τῶν περιόδων τῆς Ἱστορίας αὐτοῡ  ἢ  εἰς τήν ἐξιστόρησιν ἐπεισοδίου τινός τῆς ἑλληνικής ιστορίας [...] ( Δελτίον τῆς Ἐστίας 15/ 5/ 1883)

         Ο Ν. Πολίτης, όπως ειπώθηκε,  ήταν ένας από τους εμπνευστές του διαγωνισμού διηγήματος της Εστίας το 1883 και πιθανότατα συγγραφέας της προκήρυξης του διαγωνισμού, η  οποία - στην ουσία-   καλούσε τους συγγραφείς να αξιοποιήσουν τις πλούσιες παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα του ελληνικού λαού. Στην προκήρυξη είναι φανερή η ηθικοπλαστική διάθεση, αφού γίνεται λόγος για «αγνά» και «ευγενή» ήθη που ο ελληνικός λαός διέθετε περισσότερο από άλλους λαούς, και για τόνωση της αγάπης για την πατρίδα. Τα αποτελέσματα του διαγωνισμού δεν ήταν βέβαια εξαιρετικά σε ποιότητα, αφού πολλά από τα έργα που παρουσιάστηκαν δεν ήταν καν διηγήματα, παρά απλές καταγραφές εθίμων, παραδόσεων ή λαϊκών διηγήσεων. Ο διαγωνισμός όμως συνέβαλε και στη συστηματική καλλιέργεια του διηγήματος, είδους που τις προηγούμενες δεκαετίας ήταν περιορισμένο.
        Η  προκήρυξη του περιοδικού είναι σαφές πως  έρχεται να  υποστηρίξει μιαν ορισμένη ιδεολογική τάση, σε μια περίοδο που η αντίθεση «εθνισμός - κοσμοπολιτισμός» προβάλλεται, ως μείζον αισθητικό και ιδεολογικό πρόβλημα.  Ο Παλαμάς έλεγε χαρακτηριστικά  πως  οι έλληνες λογοτέχνες « ίσως να μην σύρονται τυφλώς ή δουλικώς όπισθεν του άρματος ξένων συγγραφέων, βαδίζουν — τηρουμένων, εννοείται, των αποστάσεων — παραλλήλως προ ς εκείνους»(  Άπαντα, 2 )
Αυτό το οποίο έλειπε ήταν η αυθεντικότητα . Στις δύο τελευταίες δεκαετίες του αιώνα, το αίτημα του «κοσμοπολιτισμού» φαίνεται να θεωρείται - τρόπον τινά-  αντίθετο  με την αυθυπαρξία της νεοελληνικής φιλολογίας. Οι έλληνες λόγιοι ένιωθαν την ανάγκη να βροντοφωνάξουν την ελληνικότητά τους και η Λογοτεχνία ήταν ένα πεδίον δόξης λαμπρόν για να το πράξουν.


ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ

·         Οι ηθογράφοι καλλιέργησαν σχεδόν απο­κλειστικά το διήγημα.
  •          Κύριος στόχος τους ήταν η όσο το δυνατόν πιο πιστή παρουσίαση της ζωής στην ελληνική ύπαιθρο, δηλαδή η καταγρα­φή των τοπικών παραδόσεων, ηθών και εθίμων, των καθημερινών συνηθειών, του χαρακτήρα και της νοοτροπίας των Ελλήνων της εποχής.
  •          Στη συ­ντριπτική τους πλειονότητα, οι ήρωες των ηθο­γραφικών διηγημάτων είναι απλοί άνθρωποι της ελληνικής υπαίθρου.
  •         Όλα σχεδόν τα έργα της ηθογραφίας χαρακτηρίζονται από έντονο λυρι­σμό, ενώ σε πολλές περιπτώσεις η  επιμονή στην εθιμογραφία και τη λαογραφία λειτουργούν αρνητικά για τη λο­γοτεχνική τους αξία.
  •          Οι ηθογράφοι εμπνέονται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τα προσωπικά τους βιώ­ματα και πολύ συχνά χρησιμοποιούν ως πλαίσιο για τα έργα τους την ιδιαίτερη πατρίδα τους (π.χ. ο Παπαδιαμάντης τη Σκιάθο).
  •          Ο αφηγηματικός λόγος των ηθογράφων λειτουργεί απομνημονευτικά περισσότερο παρά αυτοβιογραφικά, κατά προτίμη­ση, ιδίως όταν κεντρικό πρόσωπο της αφήγησης είναι ένα πρόσωπο διαφορετικό από τον ίδιο τον συγγραφέα· ο συγγρα­φέας είναι  περισσότερο αυτόπτης μάρτυρας και δίνει  πληροφο­ρίες περιορισμένης εμβέλειας
  •          προσγείωση της αφήγησης στο παρόν και σε χώρους λίγο ή πολύ γνωστούς και οικείους
  •          απεικόνιση χαρακτηριστικών ανθρώπινων τύ­πων,
  •           σκηνοθετημένη αληθοφάνεια της αφήγησης, η οποία στηρίζεται συνήθως στη συστηματική χρήση του πρώτου αφηγηματικού προσώπου (τεχνική που σκο­πεύει στην εξίσωση της αφήγησης με τη μαρτυρική κατάθεση) και στην εκτεταμένη χρήση των διαλόγων στους οποίους αποτυπώνεται η ιδιωματική έκφραση των ηρώων (τεχνική που σκοπεύει στη δημιουργία ε­ντύπωσης φωνογραφικής πιστότητας).

ΟΡΙΑ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Η Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού διακρίνει δύο κατηγορίες ηθογραφικής πεζογραφίας :

α) ηθογραφία έτσι όπως την προπαγάνδισε η Εστία και την πραγματοποίησαν οι πρώτοι διηγηματογράφοι, δηλαδή την ωραιοποιημένη, ειδυλλιακή αναπαράσταση, με έντονο λαο­γραφικό χαρακτήρα των ηθών της ελληνικής υπαίθρου, και
β) ρεαλιστική ή νατουραλιστική ηθογραφική πεζογραφία, η οποία ασχολείται βέβαια με τις μικρές, κλειστές κοινωνίες της υπαίθρου, αλλά με τρόπο που να προβάλλονται και οι σκοτει­νές πλευρές του.

Από  τις αρχές του 20ού αιώνα, κοντά στην καθαρά περιγραφι­κή σημασία της, η λέξη «ηθογραφία» άρχισε να αποκτά και μια αξιολογική (και μάλιστα υποτιμητική) έννοια. Για πολλά χρόνια η ελληνική κριτική υποτιμούσε συστηματικά την αξία της ελληνικής πεζογραφίας της περιόδου 1880-1910, επιμένοντας να αντιμετωπίζει τα κείμενα ως φωτογραφικές καταγραφές της πραγματικότητας (ή των αναμνήσεων των συγγραφέων) και όχι ως μυθοπλασία. Εδώ υπεισέρχεται η διπλή ταυτότητα της «ηθογραφίας», τόσο  ως όρου τόσο της λογοτεχνίας όσο και της ζωγραφικής. Είναι εντυπωσιακή η επιμονή του ελληνι­κού κριτικού λόγου της εποχής 1880-1910 (καθώς και μετά) στο λεξιλόγιο των εικαστικών τεχνών. Το βλέπουμε στα παλαιά κριτικά κείμενα για τον Παπαδια­μάντη και τον Βιζυηνό που έχει ανθολογήσει ο Παν. Μουλλάς: «σκιαγραφίαι», «χρωματισμός», «εικονογράφος και  ηθογράφος ζωγραφίζων [...] σκηνάς και ζωγραφιάς των ηθών και  εθίμων» .Οι κριτικοί εκείνοι δίνουν την εντύπωση ότι οι πεζογράφοι περιορίζονται στα ορατά στοιχεία του χώρου. Μια τέτοια αντίληψη κινδυνεύει να ωθήσει τον αναγνώστη να συγκεντρώσει την προσοχή του στο επιφανειακό τοπικό χρώμα και όχι στα ψυχολογικά και τεχνικά στοιχεία του κειμένου: να κοιτάξει δηλαδή τη σχέση των πραγματολογικών στοιχείων με την εμπειρική πραγματικότητα των αισθήσεων κι όχι τη συμβολική λειτουργία τους μέσα στο κείμενο.
Η αλήθεια είναι πως τα  κείμενα της λεγόμενης ελληνικής «ηθογραφίας» δεν καταγρά­φουν απλώς σκηνές του εθνικού βίου, κάτι στο οποίο αποσκοπούσε ο διαγωνισμός της Εστίας το 1883, ούτε εντάσσονται σ' αυτό που ο Μ. Vitti αποκαλεί «ύστα­τη φάση της ηθογραφίας», δηλαδή τον ρεαλισμό που σκοπεύει στην κοινωνική κριτική. Παρουσιάζουν συχνότατα  και μεγάλο ψυχολογικό ενδιαφέρον, κάποτε δε γίνονται βαθιά ψυχογραφικά, όπως αυτά του Γ.Βιζυηνού.

Ο Παντελής Βουτυρής ,  μέσα από το έξοχο βιβλίο του «Ως εις Καθρέπτην, Προτάσεις και υποθέσεις για την ελληνική πεζογραφία του 19ου αιώνα» των εκδόσεων Νεφέλη , διακρίνει  την ηθογραφία σε:
α) αστική ηθογραφία, όπου το πεδίο έρευνας  και έμπνευσης  λογοτέχνη μετατίθεται από την ύπαιθρο μέσα στην πόλη. Εδώ εντάσσονται τα σατιρικά ηθογραφικά έργα του Παλαιολόγου ( Ο Πολυπαθής 1839,Ο ζωγράφος 1842) και του Πιτζιπίου ( Ο πίθηκος Ξουθ, 1847).Επίσης εδώ εντάσσεται και η αθηναιογραφία  των Μ.Μητσάκη, Α.Παπαδιαμάντη, Γρ.Ξενόπουλου)
β) ειδυλλιακή αγροτική ηθογραφία ( Δροσίνης, Εφταλιώτης, Κρυστάλλης κ.α)
γ)ρεαλιστική αγροτική ηθογραφία. Εδώ βλέπουμε κείμενα που κρίνουν τα κοινωνικά φαινόμενα και εστιάζουν στην ψυχολογική συμπεριφορά των ηρώων. Εδώ σίγουρα ανήκουν τα διηγήματα του  Βιζυηνού, του Παπαδιαμάντη και οι δυο νουβέλες του Καρκαβίτσα, Η Λυγερή και Ο ζητιάνος.

    Το ότι πολλοί μελετητές εξοστράκισαν την αστική ηθογραφία από το πλαίσιο του όρου δημιουργεί τουλάχιστον αμηχανία αφού θα έπρεπε να μην θεωρούνται ηθογραφικά τα αθηναϊκά διηγήματα του Παπαδιαμάντη ή του Ξενόπουλου. Γι αυτό νομίζω πως η   ανασημασιολόγηση του όρου από τον  Π.Βουτυρή είναι απολύτως εύστοχη· ηθογραφία είναι η αναπαράσταση , με αληθοφανή τρόπο, των ηθών, των εθίμων, της συμπεριφοράς ,της ιδεολογίας μιας ορισμένης ( αστικής ή αγροτικής κοινωνίας). Η ηθογραφική μυθοπλασία έλκεται από το σύνολο του κοινωνικού σώματος, αναζητά μέσους όρους και ζωγραφίζει αντιπροσωπευτικούς χαρακτήρες. Ο αφηγηματικός λόγος βασίζεται στη άμεση εποπτεία, στην καθημερινή εμπειρία ή ανακαλεί στο παρόν μνήμες και εμπειρίες.

Πώς ορίστηκε η ηθογραφία από τους λογοτέχνες

 «Ήθογραφίαν λέγων, δέν αντιλαμβάνομαι τήν ψυχράν καί περιγραφικήν ἐκθεσιν ἠθῶν καί ἐθίμων, μή ἔχουσα κανέναν κοινόν μέ τήν τέχνην. [...] ' Η­θογραφικόν αντιλαμβάνομαι τό διήγημα ἢ τό μυ­θιστόρημα, τοῡὁποίου  οἱ ἣρωες ἀντιπροσω­πεύουν τό ήθος, τήν ζωήν καί τάς ἕξεις μεγάλων κοινωνικών ομάδων καί εἶναι οὓτως εἰπεῑν ἀντι­προσωπευτικοί ἣρωες».
(Π. ΝΙΡΒΑΝΑΣ)

«Μία από τις κριτικές κοινοτοπίες της εποχής μας —κάτι που το ανεκάλυψε κάποιος επιπόλαιος και που αβασάνιστα το επανέλαβον όλοι— είναι ότι η διηγηματογραφία των παλιών εις την Ελ­λάδα δεν είναι παρά μία στενή και χωρίς ορίζοντα ηθογραφία, και ότι μόνον μερικοί νεώτεροι προσπάθησαν να την ανυψώσουν σε ψυχογραφία εκτός τόπου και χρόνου».   (ΓΡ. ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ)

« Η ηθογραφία είναι το είδος εκείνο του πεζού λόγου που περιγράφει τον πατριαρχικό, ασάλευτο και ειδυλλιακό τρόπο ζωής της ελληνικής υπαί­θρου. Χρησιμοποιώ τον όρο περιγράφει γιατί πρα­γματικά ή ηθογραφία μας δίνει συνήθως μια φω­τογραφική, μια επίπεδη όψη του κόσμου, από τον όποιο λείπει η τρίτη διάσταση, το βάθος της αν­θρώπινης ψυχής».  (Κ. ΜΗΤΣΑΚΗΣ)
« Ηθογραφία είναι η πεζογραφία που επιμένει στο περίβλημα, στ εξωτερικό τοπικό πλαίσιο, παρα­μερίζοντας είτε θεληματικά είτε, το συχνότερο, από αδυναμία την ουσία».
(ΑΠ. ΣΑΧΙΝΗΣ)

Ο Απ. Σαχίνης, επίσης, ισχυρίζεται ότι ηθογραφία είναι η απλή και πιστή αντιγραφή των ηθών, των εθί­μων, των συνηθειών και όλων εκείνων των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του τρόπου της χωριάτικης και γενι­κά της επαρχιακής ζωής. «Ηθογραφία είναι η πεζογρα­φία που επιμένει στο χωριό, που δείχνει φανερά την πρόθεση του συγγραφέα να προβάλει και να υπογραμ­μίσει τα στοιχεία της χωριάτικης ζωής και που δίνει, χωρίς να το κρύβει, περισσότερη σημασία σ' αυτά, πα­ρά στη διαγραφή και την ολοκλήρωση προσώπων, στην έκφραση συναισθημάτων και παθών ή στην απόδοση μιας πλούσιας ψυχικά ζωής. Ηθογραφία είναι η πεζο­γραφία που επιμένει στο περίβλημα, στο εξωτερικό τοπικό πλαίσιο, παραμερίζοντας είτε θεληματικά είτε, συχνότερα , από αδυναμία την ουσία.»

      Μέσα από αμφισβητήσεις, κρίσεις ή  επαίνους  το σίγουρο είναι πως  η ελληνική ηθογραφική πεζογραφία  κληροδότησε μοναδικά έργα στον πολιτισμό μας · με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και τον Γεώργιο Βιζυηνό  ,  έσπασε τα φράγματα των προσδοκιών του είδους και δημιούργησε μνημεία ποιητικής και  ψυχογραφικής έκφρασης που συνομίλησαν με το συλλογικό - ελληνικό αλλά και πανανθρώπινο – πνεύμα.



ΠΗΓΕΣ

  •          Παντελής Βουτυρής, Ως εις Καθρέπτην, Προτάσεις και υποθέσεις για την ελληνική πεζογραφία του 19ου αιώνα, Νεφέλη
  •          Απόστολος Σαχίνης, το νεοελληνικό μυθιστόρημα, Εστία
  •          Μάριο Βίττι, Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας, Κέδρος
  •          Πήτερ Μάκριτζ, εισαγωγή στον Παπαδιαμάντη
  •          ΤΟ ΒΗΜΑ, Γ.Βελουδής  από την ηθογραφία στο νατουραλισμό, 18 -2- 1981
  •          Γ. Φαρίνου – Μαλαματάρη, Αφηγηματικές τεχνικές στον Παπαδιαμάντη, Κέδρος
 
 
το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Φιλολογική της ΠΕΦ (τεύχος 126, Μάιος 2014 )